- κακοφρονίζω
- κᾰκο-φρονίζω,A stultify, Aq.2 Ki.15.31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακοφρονίζω — (Α) [κακόφρων] κάνω κάποιον κακόφρονα, άφρονα, μωρό, μωραίνω κάποιον … Dictionary of Greek